κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
ἐναγιζω (Α)1. προσφέρω θυσίες ή χοές σε νεκρούς ή ήρωες2. σκοτώνω.