εναέριος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναέριος, -ον)
αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος»)
μσν.
1. ουράνιος
2. ψηλός.
επίρρ...
εναερίως
κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.