έμπληκτος
Greek Monolingual
ἔμπληκτος, -ον (AM)
ταραγμένος, έκπληκτος
αρχ.
1. ανόητος, ηλίθιος
2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος
3. επιρρεπής
4. ορμητικός.
ἔμπληκτος, -ον (AM)
ταραγμένος, έκπληκτος
αρχ.
1. ανόητος, ηλίθιος
2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος
3. επιρρεπής
4. ορμητικός.