έναντι

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

(AM ἔναντι)
επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδούγυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.)
νεοελλ.
1. εν συγκρίσει, σχετικά με
2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου του ποσού», «έναντι λογαριασμού»).