ενδοτικός

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνδοτικός, -ή, -όν)
υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει
νεοελλ.
«ενδοτική πρόταση» — δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν
φαρμακευτικό σκεύασμα.