ενδοτικός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδοτικός, -ή, -όν)
υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει
νεοελλ.
«ενδοτική πρόταση» — δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν
φαρμακευτικό σκεύασμα.