ένδημος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

ἔνδημος, -ον (Α)
1. εντόπιος, εγχώριος
2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει
3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του
4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά»)
5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί»)
6. (για νόσο) ο ενδημικός.