εμφύλιος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐμφύλιος, -ον)
αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα του ίδιου έθνους ή της ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐμφύλιοι
οι συγγενείς
3. φρ. α) «γῆ ἐμφύλιος» — γενέτειρα, πατρίδα
β) «ἐμφύλιον αἷμα» — φόνος συγγενούς.