εντέμνω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

(AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω)
κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω
(«ἐντάμνων ἐν τοῑσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω
2. διασχίζω
3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια»)
4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως φάρμακο) κόβω κομμάτια.