Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
και νωρίς
επίρρ.
1. έγκαιρα, προτού περάσει η προκαθορισμένη ώρα («έρχεται ενωρίς στη δουλειά του»)
2. πριν έρθει η ώρα, ο καθορισμένος χρόνος («έφυγε νωρίς»)
3. πολύ πρωί («ξύπνησα νωρίς σήμερα»).