εξειδίκευση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

η
1. πλήρης ειδίκευση
2. απόκτηση ειδικότητας σε έναν τομέα
3. τυποποίηση της παραγωγής σε ορισμένη κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών.