εξειδίκευση
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
η
1. πλήρης ειδίκευση
2. απόκτηση ειδικότητας σε έναν τομέα
3. τυποποίηση της παραγωγής σε ορισμένη κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών.