ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
ἐξικάνω (Α)αφικνούμαι, φτάνω πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].