εξιλεωτικός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐξιλεωτικός, -ή, -όν) εξιλεωτής
1. ο σχετικός με την εξιλέωση
2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση.