Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
ἐξιῶμαι, -άομαι (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. αποκαθιστώ, επανορθώνω
3. αποτρέπω («πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώμαι «θεραπεύω»].