πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
(AM ἐξολοθρεύω)1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως2. εξοντώνω, θανατώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)].