Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ἐπάν (AM)
(σύνδ.)
1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.)
2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)].