επαναδίπλωση

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπαναδίπλωση)
1. αναδίπλωση, δίπλωμα, πτυχή
2. επανάληψη
3. ρητ. σχήμα κατά το οποίο η ίδια λέξη μπαίνει και στην αρχή και στο τέλος μιας φράσης, αναστροφή
αρχ.
ιατρ. συνδυασμός δύο ειδών πυρετού.