αναστροφή
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (ΜΑ ἀναστροφή) ἀναστρέφω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναστρέφω
2. συναναστροφή
νεοελλ.
1. γλωσσ. η μεταβολή της συνηθισμένης σειράς μιας ομάδας λέξεων ή ο αναβιβασμός του τόνου τών προθέσεων όταν αυτές χωρίζονται και τίθενται μετά από τη λέξη στην οποία ανήκουν η καθεμιά
2. ναυτ. ανάπρωρη αλλαγή πορείας πλοίου, κν. βόλτα ή όρτσα λα μπάντα
3. (μετεωρ.) η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα σε ένα στρώμα της στρατόσφαιρας αντί της, υπό κανονικές συνθήκες, ελάττωσής της
αρχ.
1. περιφορά, περιπλάνηση
2. επάνοδος
3. κατοικία, τόπος διαμονής.