και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης)1. η ιδιότητα του έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)].