εξοχότητα

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης)
1. η ιδιότητα του έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή
2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)].