ἐπαπόρημα

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

German (Pape)

[Seite 904] τό, Zweifel bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπόρημα: τό, εἰς ἀπορίαν ἐμβάλλον ζήτημα, ἐν τοῖς ἐπαπορήμασι περὶ τῆς τῶν ἀρχαίων πολυγαμίας Βασίλ. τ. 2. σ. 219Α, Ὠριγέν. τ. 1. σ. 23F.

Greek Monolingual

ἐπαπόρημα, το (Α)
ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία, αμφιβολία και συνεκδ. η απορία, η αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + απόρημα «αμφιβολία»].