ἐπανοίκτης
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq., Arg.Man.post Max.p.102L., EM459.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.
Greek Monolingual
ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.