επέμβαση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἐπέμβασις) επεμβαίνω
νεοελλ.
1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση»)
2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους
3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας
4. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
αρχ.-μσν.
1. έφοδος, επίθεση («αἱ συνεχεῑς τῶν μαχομένων ἐπεμβάσεις καὶ ὑπαναχωρήσεις»)
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἐπεμβάσεις
βαθμίδες («επεμβάσεις τών κρηπίδων»).