επαντλώ
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
ἐπαντλῶ, -έω (Α)
1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι
2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)
3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)
4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.