ἐπιβραβεύω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

German (Pape)

[Seite 930] zutheilen, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβραβεύω: παρέχω, ἀπονέμω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 3, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adjuger, décerner.
Étymologie: ἐπί, βραβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.