ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἐπιγνάμπτω (Α)1. κάμπτω, λυγίζω2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»].