επιδεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ἐπιδεύομαι (Α)
1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.)
2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)
3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω ανάγκη»].