επικουρικός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπικουρικός, -ή, -όν) επίκουρος
βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
1. (για στρατό) εφεδρικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν
συμμαχική δύναμη
3. αυτός που ανήκει στους επικούρους, στους μισθοφόρους («φθερεῑσθαι αὐτῶν τὰ πράγματα, ἐπικουρικὰ μᾱλλον ἢ δι’ ἀνάγκης ὥσπερ τὰ σφέτερα ὄντα», Θουκ.).
επίρρ...
επικουρικώς
α) βοηθητικώς
β) δευτερευόντως.