επιορκώ

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιορκῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.)
2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου
αρχ.
(μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι»
α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό
β) (απλώς) ορκίζομαι σε κάποιο θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επίορκος].