επιορκώ
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
(AM ἐπιορκῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.)
2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου
αρχ.
(μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι»
α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό
β) (απλώς) ορκίζομαι σε κάποιο θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επίορκος].