επίτριπτος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ἐπίτριπτος, -ον επιτριβω
1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά
2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί
3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.)
4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος.