κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές («εποχικό ντύσιμο»)2. αυτός που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές («εποχική έξαρση της βίας»).