εποχικός

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές («εποχικό ντύσιμο»)
2. αυτός που εμφανίζεται ή μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές («εποχική έξαρση της βίας»).