επτάδυμος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάδυμος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλους έξι στον ίδιο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το δίδυμος].