επιτιμητικός

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[[[τέλος]]] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.