επιχαίρω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
(AM ἐπιχαίρω)
χαίρομαι για κάτι, ιδίως για τις συμφορές τών άλλων («ζῶντι μὲν ἐκείνῳ φθονεῑν, ἐπιχαίρειν δὲ τεθνηκότι», Πλούτ.)
μσν.
καλοτυχίζω κάποιον
αρχ.-μσν.
(με καλή σημασία) χαίρομαι για κάποιον (α. «σὲ μὲν εὖ πράσσοντ’ ἐπιχαίρω», Σοφ.
β. «μάννα, νά ‘πιχαρεῑς τ’ ἀδέλφια μου» γ. «ἡ κόρη οὕτως λέγει με... νὰ ἐπιχαρεῑς τὰ κάλλη μου»).