έρινος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔρινος)
βοτ.
1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη
2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός
μσν.
το φυτό επιμήδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].———————— (II)
ἔρινος, -η, -ον (Μ) έριον
μάλλινος, από μαλλί (βλ. ερίνεος).