ερμακιά

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

ἑρμακιά, ἡ (Α) έρμαξ
αιμασία. τοίχος κατασκευασμένος με πέτρες μικρές και μεγάλες χωρίς χρησιμοποίηση λάσπης, ξερολιθιάαἱμασιά
τὸ ἐκ χαλίκων ᾠκοδομημένον ἄνευ πηλοῡ τειχίον, ὅ νῡν ἑρμακιὰς καλοῡσι», γλώσσα του Δουκάγγιου).