ερυθροχίτων

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που φέρει ερυθρό χιτώνα
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι ερυθροχίτωνες
προσωνυμία τών αξιωματικών και στρατιωτών που ανήκαν στο εθελοντικό σώμα του στρατηγού Γαριβάλδη λόγω του ερυθρού χιτωνίου της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χιτών. Η λ. ερυθροχίτωνες (ενν. στρατιώται) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].