ερωτεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ἐρωτεύομαι) έρως
αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τον ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του»)
νεοελλ.
συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα»).