ἑσπερόμορφος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον,
A dark, shadowy, Tz.H.11.224.
German (Pape)
[Seite 1043] von abendlicher, finsterer Gestalt, Tzetz.
Greek Monolingual
ἑσπερόμορφος, -ον (Μ)
ο σκοτεινός, αυτός που έχει τη μορφή εσπέρας («νυκτερίου εἴδωλον δαίμονος ἑσπερόμορφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσπερος + -μορφος < μορφή.