εστιάζω

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

(Μ ἑστιάζω) εστία
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω
2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ' ένα σημείο του χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη»)
μσν.
τρώγω, γευματίζω.