ερυθρόξανθος
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐρυθρόξανθος, -ον)
ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος.