εὐάντητος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον, (ἀντάω)

   A accessible, gracious, θεός BMus.Inscr.1012 (Chalcedon, i B.C.); Μήτηρ θεῶν IG 3.134, Bull.Soc.Alex.4.188 (ii B.C.).    II acceptable, ἄγρη Opp.C. 2.488, cf. H.2.149.

German (Pape)

[Seite 1056] dem man leicht, gern begegnet, freundlich, mild, θεός, gnädig, Ep. ad. 203 (App. 283); νύξ u. ä., Orph. u. a. sp. D. Auch ἄγρη, ἐδωδή, angenehm, Opp. C. 2, 488 Hal. 2, 149.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάντητος: -ον, (ἀντάω) εὐαπάντητος, εὐπρόσιτος, εὐμενής, θεὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 2. 83. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐάντητος· καλῶς ὑπαντῶν». ΙΙ. εὐπρόσδεκτος, ἄγρη Ὀππ. Κυν. 2. 488, πρβλ. Ἁλ. 2149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’agréable abord, affable, bienveillant;
2 bienvenu.
Étymologie: εὖ, ἀντάω.

Greek Monolingual

εὐάντητος, -ον (ΑΜ) ευάντης
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος
2. ευμενής.