εὐαπάντητος
English (LSJ)
εὐαπάντητον, affable, courteous, τινι IG4.1.26 (Aegina, ii B.C.); φιλανθρωπία LXX 2 Ma.14.9.
German (Pape)
[Seite 1057] = εὐάντητος, freundlich, Clem. Al. str. 7, 7, 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπάντητος: -ον, = εὐάντητος, Κλήμ. Ἀλεξ. 858, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 26, Σουΐδ. ἐν λ. εὐάντητος.
Greek Monolingual
εὐαπάντητος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευπροσήγορος, φιλόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απαντητος (< απαντώ), πρβλ. αναπάντητος, δυσαπάντητος].