Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ετυμολόγος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].