εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
εὐάκεστος, -ον (Α)αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν-άκεστος].