Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
εὐάντης, εὔαντες και εὐαντής, -ές (Α)
1. ευκολοσυνάντητος, ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος
2. ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άντης (πρβλ. εξ-άντης, αν-άντης, προσ-άντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. άντα, άντην, αντί)].