εύθοινος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

εὔθοινος, -ον (Α)
1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ
2. φρ. «εὔθοινον γέρας» — τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»].