εὔθοινος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθοινος Medium diacritics: εὔθοινος Low diacritics: εύθοινος Capitals: ΕΥΘΟΙΝΟΣ
Transliteration A: eúthoinos Transliteration B: euthoinos Transliteration C: eythoinos Beta Code: eu)/qoinos

English (LSJ)

εὔθοινον,
A eating hugely, of Hercules, Plu.2.267f.
II εὔ. γέρας a sumptuous offering, A.Ch.257.

German (Pape)

[Seite 1069] stark essend, Beiwort des Herakles, Plut. Qu. Rom. 18; εὔθοινον γέρας, Ehrenbezeugung durch ein reiches Opfermahl, Aesch. Ch. 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 grand mangeur;
2 qui consiste en un riche festin.
Étymologie: εὖ, θοίνη.

Russian (Dvoretsky)

εὔθοινος:
1 обильный, пышный (γέρας Aesch.);
2 (о Геракле), много съедающий, любящий обильные пиры, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθοινος: -ον, τρώγων ὑπερβολικῶς, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Πλούτ. 2. 267E. ΙΙ εὐθ. γέρας, τιμὴ δεικνυομένη εἴς τινα διὰ πολυτελοῦς θυσίας καὶ εὐωχίας (πρβλ. εὔδειπνος), Αἰσχύλ. Χο. 257.

Greek Monolingual

εὔθοινος, -ον (Α)
1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ
2. φρ. «εὔθοινον γέρας» — τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»].

Greek Monotonic

εὔθοινος: -ον, αυτός που συνοδεύεται από πολυτελές συμπόσιο· πολυτελής, πολυδάπανος, μεγαλοπρεπής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-θοινος, ον
with rich banquet: sumptuous, Aesch.