Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
εὔθοινος, -ον (Α)
1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ
2. φρ. «εὔθοινον γέρας» — τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»].