ευδαίμων

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ εὐδαίμων, -ον)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής
2. ο αληθινά ευτυχισμένοςεὐδαίμων βίος», Πλάτ.)
3. ευκατάστατος, πλούσιος
4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» — η εύφορη περιοχή της Αραβίας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον
η ευδαιμονία («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή ευτυχία είναι η ελευθερία, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίμων «τύχη»].