ευδαίμων
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ εὐδαίμων, -ον)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής
2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.)
3. ευκατάστατος, πλούσιος
4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» — η εύφορη περιοχή της Αραβίας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον
η ευδαιμονία («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή ευτυχία είναι η ελευθερία, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίμων «τύχη»].