ευκατάστατος

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατάστατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός
2. (για κρήνη) αυτή που τρέχει αδιάκοπα, ασταμάτητα.
επίρρ...
εὐκαταστάτως (ΑΜ)
στερεά, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-στατός (< καθ-ίστημι)].