εὔκουρος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
ον, (κείρω)
A well-shorn, Hegem. ap. Ath.15.698e.
German (Pape)
[Seite 1076] wohlgeschoren, Hegem. Ath. XV, 698 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκουρος: -ον, (κείρω) καλῶς κεκαρμένος, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698Ε.
Greek Monolingual
εὔκουρος, -ον (Α)
ο κουρεμένος καλά ή τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κουρά «κοπή μαλλιών»].